- φλασκί
- το / φλασκίον, Ν ΜΑ, και φλάσκιον και φλασκεῑον Α [φλάσκη / φλάσκα](υποκορ. τ.) μικρή φλάσκα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλασκί — το 1. ο καρπός της φλασκιάς (βλ. λ.). 2. η φλάσκα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλασκάκι — το, Ν [φλασκί] μικρό φλασκί … Dictionary of Greek
φλασκάκι — το (υποκορ. του φλασκί βλ. λ.), μικρή φλάσκα, μικρό φλασκί, μικρή τσότρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
плоска — баклажка для воды , диал. (Даль), укр. плоска плоская бутылка , болг. плоска, сербохорв. пло̏ска – то же наряду с др. русск. плосковь, вин. ед., ср. болг. плосква λάγυνος. Вероятно, из д. в. н. flasca или др. герм. *flaskô (> *рlоskу, род. п.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
άμπουλα — (Μ ἄμπουλα) 1. γυάλινη φιάλη για υγρά 2. πυώδες εξάνθημα 3. ασκός από δέρμα μσν. σκεύος για τη φύλαξη υγρών με δύο λαβές και διογκωμένο στη μέση, φλασκί, φιάλη, αγγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. ἄμπουλα (6ος μ. Χ. αιώνας) είναι το λατ. ampulla (<… … Dictionary of Greek
αγκλιά — και αγκλία και αγκιλιά και αγλιά και αντλιά, η [αντλία] 1. μεταλλικό, ξύλινο ή δερμάτινο σκεύος με το οποίο αντλείται νερό από πηγάδι ή πηγή ή διοχετεύεται υγρό από δοχείο σε δοχείο (αλλιώς κουβάς) 2. κολοκύθα κομμένη κατά μήκος στα δύο, που… … Dictionary of Greek
καμψάκης — και καψάκης, ὁ (Α) [κάμψα] αγγείο, φλασκί με στενό επιμήκη λαιμό, για νερό ή για λάδι, μέλι κ.λπ … Dictionary of Greek
καράφα — η επιτραπέζια γυάλινη ή κρυστάλλινη φιάλη με στενό λαιμό για νερό, κρασί ή άλλα ποτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caraffa < αραβ. gharrafa «φλασκί»] … Dictionary of Greek
πλοκέας — ο / πλοκεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος μικρόσωμων στρουθιόμορφων εντομοφάγων πτηνών τής οικογένειας τών πλοκεϊδών, που μοιάζουν με σπίνους και χαρακτηρίζονται για την κυπελλόμορφη σαν φλασκί φωλιά τους η οποία είναι πλεγμένη με κλαδιά και άλλα… … Dictionary of Greek
στρογγύλιον — τὸ, Α [στρογγύλος] στρογγυλή φιάλη, φλασκί … Dictionary of Greek